- ακαθυστέρητος
- -η, -ο (ΑΜ ἀκαθυστέρητος, -ον) [καθυστερῶ](μσν. -νεολλ.) αυτός που έγινε ή έφθασε χωρίς καθυστέρησηαρχ.εκείνος που δεν υστερεί σε τίποτε, που δεν του λειπεί τίποτε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαθυστέρητος — lacking nothing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαθυστέρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν καθυστέρησε, δε βράδυνε: Τις επιστολές και τα δείγματα τα πήραμε ακαθυστέρητα. 2. αυτός που δεν είναι πίσω από τους άλλους σε προοδευτικότητα κτλ.: Είναι χώρα ακαθυστέρητη από κάθε πλευρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαθυστέρητον — ἀκαθυστέρητος lacking nothing masc/fem acc sg ἀκαθυστέρητος lacking nothing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθυστερήτους — ἀκαθυστέρητος lacking nothing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθυστέρητα — ἀκαθυστέρητος lacking nothing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)